Ἀμασίας

Ἀμασίας
Ἀμασίας, ου, ὁ (אֲמַצְיָה) Amaziah, king in Jerusalem (2 Ch 25:1; 4 Km 14:1; Jos., Ant. 9, 186) in genealogy of Jesus Lk 3:23ff D; cp. Mt 1:8 syc.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αμασίας ή Αμεσσίας — Όνομα βιβλικών προσώπων. O σπουδαιότερος ήταν ο όγδοος βασιλιάς του Ιούδα, γιος του Ιωάς και της Ιωαδαέν, ο οποίος βασίλεψε την περίοδο 797 789 π.Χ. Διακρίθηκε για τη στρατιωτική οργάνωση της χώρας του. Πραγματοποίησε νικηφόρα εκστρατεία εναντίον …   Dictionary of Greek

  • АМИСИЯ —    • Amisia, ius,          Άμάσιος или Άμασίας, н. Емс, судоходная река в стране бруктеров, у своего устья образующая большие болота. Tac. ann. 1, 43. 60 и в др. местах. На ней Друз сражался с бруктерами в 12 г. до Р. X. Strab. 7, 290 …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”